Α. Μπεχλιβάνης, Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας στη χερσαία ασφάλιση ζημίας, 2015
Κομβικής σημασίας στο ασφαλιστικό δίκαιο είναι οι έννοιες του ασφαλιστικού ποσού και της ασφαλιστικής αξίας. Στην κατά την ασφαλιστική τεχνική ιδεατή μορφή ασφάλισης τα δύο αυτά μεγέθη συμπίπτουν, οπότε γίνεται λόγος για «πλήρη ασφάλιση». Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντα, για λόγους είτε υποκειμενικούς είτε αντικειμενικούς.
Σκοπός της ασφάλισης είναι η ικανοποίηση της ασφαλιστικής ανάγκης του λήπτη της ασφάλισης, για τον οποίο η ιδεατή ασφάλιση μπορεί να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε φορά. Έπειτα, ο προσδιορισμός του ύψους της ασφαλιστικής αξίας, στον οποίο λογικά βασίζεται ο προσδιορισμός του ασφαλιστικού ποσού για να υπάρχει πλήρης ασφάλιση, πολλές φορές αποδεικνύεται ανακριβής λόγω πρακτικών δυσκολιών υπολογισμού του. Ενώ, τέλος, και η ίδια η ασφαλιστική αξία δεν είναι a priori ένα σταθερό μέγεθος, αλλά ενδέχεται να υπόκειται σε μεταβολές κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ή να προκύπτει εκ των υστέρων διάσταση μεταξύ του ασφαλιστικού ποσού και της ασφαλιστικής αξίας, η οποία στην ασφαλιστική τεχνική εκφράζεται, αναλόγως της ιδιαίτερης μορφής της, με τους όρους «υπασφάλιση» και «υπερασφάλιση». Τα προβλήματα που γεννά μια τέτοια διάσταση δεν αφήνουν αδιάφορο το δίκαιο, καθώς σχετίζονται με την έκταση των εκατέρωθεν οφειλόμενων παροχών και, ως τέτοια, έχουν άμεση επίδραση στην ποιότητα της ασφαλιστικής προστασίας. Η παρούσα μονογραφία εξετάζει την προβληματική της διάστασης μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας ειδικώς στη χερσαία ασφάλιση.
Edition info
Table of contents +-
Πρόλογος
Κυριότερες συντομογραφίες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΣΟ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ:
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΑΝΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ
ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ
§ 1. Το ασφαλιστικό ποσό: Έννοια – Το ασφαλιστικό ποσό ως ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή
§ 2. Η ασφαλιστική αξία
Ι. Γενικά: Προσδιορισμός της ασφαλιστικής αξίας με βάση την ιδιωτική βούληση και, επικουρικά, τον νόμο
ΙΙ. Προσδιορισμός της ασφαλιστικής αξίας με βάση την «τρέχουσα» ή, κατά περίπτωση, τη «συνηθισμένη αξία» του πράγματος, ειδικότερα
1. Η «τρέχουσα» και η «συνηθισμένη» αξία του πράγματος ως αντικειμενική αξία – Περιπτωσιολογία
2. Η «τρέχουσα» και η «συνηθισμένη» αξία του πράγματος ως αξία αποκατάστασης
ΙΙΙ. Προσδιορισμός της ασφαλιστικής αξίας με βάση την αξία αντικατάστασης: «Αξία νέου»
1. Έννοια της αξίας αντικατάστασης
2. Δικαιολόγηση της νομιμότητας της ασφάλισης σε αξία αντικατάστασης
Α. Θέση του προβλήματος
Β. Τα επιμέρους επιχειρήματα
IV. Συμβατική αποτίμηση της ασφαλιστικής αξίας
1. Γενικά: Έννοια και σκοπός της συμφωνίας αποτίμησης
2. Η συμφωνία αποτίμησης ως «ξεχωριστή συμφωνία»
3. Απόδειξη και προσβολή της συμφωνίας αποτίμησης
4. Η σημασία της συμφωνίας αποτίμησης αναφορικά με τη διαπίστωση διάστασης μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας
5. Η προβληματική της προς τα άνω απόκλισης της αξίας αποτίμησης από την ασφαλιστική αξία
Α. Επιτρεπτό όριο απόκλισης
Β. Έννομες συνέπειες σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης
α). Δεσμευτικότητα της ασφαλιστικής αξίας – Ανενέργεια της συμφωνίας απόκλισης
i). Η κρατούσα γνώμη στο γερμανικό δίκαιο
ii). Η πρακτική συνέπεια της κρατούσας (στο γερμανικό δίκαιο) γνώμης σχετικά με την ανενέργεια της συμφωνίας αποτίμησης
β). Δικαίωμα μονομερούς μείωσης της αξίας αποτίμησης;
V. Αξία αντικατάστασης και αξία αποτίμησης υπό το φως του αποζημιωτικού χαρακτήρα της ασφάλισης ζημίας: Συμπεράσματα ως προς την κανονιστική ισχύ της απαγόρευσης πλουτισμού του λήπτη της ασφάλισης ως γενικής αρχής του ασφαλιστικού δικαίου
1. Η αρχή της απαγόρευσης πλουτισμού ως δυναμική αρχή υποκείμενη σε εξαιρέσεις
2. Προϋποθέσεις παρέκκλισης από την αρχή της απαγόρευσης πλουτισμού – Ειδικότερα, η ανάγκη συνδρομής εύλογης αναγκαιότητας για τον πλουτισμό υπό το φως της ασφάλισης σε αξία αντικατάστασης και της συμβατικής αποτίμησης της ασφαλιστικής αξίας
VI. Κατά χρόνο διάκριση της ασφαλιστικής αξίας: Αρχική, εκάστοτε ή τρέχουσα, τελική ασφαλιστική αξία
VII. Η ασφαλιστική αξία ως ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή.
§ 3. Ασφαλιστικό ποσό και ασφαλιστική αξία σε (λανθάνουσα) σχέση έντασης: Πλήρης ασφάλιση, υπασφάλιση, υπερασφάλιση
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΑΣΦΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ
ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ
ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
§ 4. Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας από χρονική άποψη: Αρχική και επιγενόμενη διάσταση (αρχική και επιγενόμενη υπασφάλιση/υπερασφάλιση)
Ι. Γενικά
ΙΙ. Αρχική διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας (αρχική υπασφάλιση/αρχική υπερασφάλιση)
ΙΙΙ. Επιγενόμενη διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας (επιγενόμενη υπασφάλιση/επιγενόμενη υπερασφάλιση)
§ 5. Η ασφάλιση ζημίας πράγματος ως αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής της προβληματικής της διάστασης μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας
Ι. Θετική οριοθέτηση: Εφαρμογή της προβληματικής στην ασφάλιση ζημίας πράγματος
ΙΙ. Αρνητική οριοθέτηση: Μη εφαρμογή της προβληματικής στην ασφάλιση ζημίας παθητικού, στην ασφάλιση ποσού και στην ασφάλιση προσώπων κατά το αποζημιωτικό σύστημα – Συνέπειες ως προς τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του ασφαλιστικού ποσού στην ασφάλιση ποσού
ΙΙΙ. Ειδικότερα, εφαρμογή της προβληματικής στην περίπτωση της δήλωσης περισσότερων ασφαλιστικών ποσών (ασφάλιση κατά θέσεις)
1. Έννοια της ασφάλισης κατά θέσεις (Positionenversicherung)
2. Ρήτρα αριθμητικής εξισορρόπησης των επιμέρους ασφαλιστικών ποσών («Summenausgleichsklausel»)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΑΣΦΝ
§ 6. Προϋποθέσεις κατάφασης υπασφάλισης και υπερασφάλισης
Ι. Προλεγόμενα – Νομοθετική χρήση του όρου «ασφαλιστική αξία που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης» αντί του όρου «ασφαλιστικό ποσό».
ΙΙ. Διαπίστωση διάστασης μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας – Χαρακτηριστικά της διάστασης
1. Διάσταση σημαντική;
2. Διάσταση ως διαρκής και όχι ως παροδική κατάσταση
III. Διαπίστωση διάστασης μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας με βάση την τελική ασφαλιστική αξία
1. Ο κανόνας του άρθρου 17 παρ. 1 και παρ. 2 εδ. α΄ ΑσφΝ
2. Η ειδική περίπτωση της χερσαίας ασφάλισης μεταφοράς πραγμάτων (άρθρο 20 παρ. 4 ΑσφΝ)
§ 7. Εφαρμογή του άρθρου 17 ΑσφΝ στη θαλάσσια ασφάλιση;
Ι. Η υπασφάλιση και η υπερασφάλιση υπό το πρίσμα του άρθρου 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ
1. Ο κανόνας του άρθρου 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ
Α. Περιεχόμενο του κανόνα
Β. Ειδικότερα, το πλάσμα του αμετάβλητου της ασφαλιστικής αξίας
2. Η σημασία του κανόνα του άρθρου 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ για την υπασφάλιση και την υπερασφάλιση
ΙΙ. Σχέση του άρθρου 17 ΑσφΝ με το άρθρο 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ
§ 8. Εφαρμογή του άρθρου 17 ΑσφΝ στην αεροπορική ασφάλιση;
Ι. Προλεγόμενα: Είδη αεροπορικής ασφάλισης και γενικό νομοθετικό καθεστώς
ΙΙ. Εφαρμογή του άρθρου 17 ΑσφΝ στην ασφάλιση σώματος αεροσκάφους
ΙΙΙ. Εφαρμογή του άρθρου 17 ΑσφΝ στην ασφάλιση αερομεταφερόμενων πραγμάτων
1. Ratio του άρθρου 134 ΚΑΔ
2. Σχέση του άρθρου 17 ΑσφΝ με το άρθρο 134 ΚΑΔ
3. Εφαρμογή του άρθρου 17 ΑσφΝ στην ασφάλιση αερομεταφερόμενων πραγμάτων τόσο στο πλαίσιο εθνικής όσο και διεθνούς αεροπορικής μεταφοράς
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΥΠΑΣΦΑΛΙΣΗΣ:
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΥΠΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 17 ΠΑΡ. 1 ΑΣΦΝ
§ 9. Έννοια της υπασφάλισης
Ι. Γενικά
ΙΙ. Διάκριση της υπασφάλισης από άλλες μορφές ασφαλιστικής κάλυψης
1. Υπασφάλιση και ιδία συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία
A. Ιδία συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία: Γενικές παρατηρήσεις – Περιπτωσιολογία
α). Συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία με συγκεκριμένο ποσό ή ποσοστό (excess clause, deductible)
β). Συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία ως συνέπεια απαλλαγής του ασφαλιστή από την ευθύνη λόγω μη συμπλήρωσης ενός ελάχιστου ύψους ζημίας (franchise clause)
γ). Συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία ως συνέπεια περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή σε ένα ανώτατο όριο ζημίας
Β. Διάκριση υπασφάλισης και ιδίας συμμετοχής του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία
2. Διάκριση υπασφάλισης και ασφάλισης ποσοστού
§ 10. Έννομες συνέπειες της υπασφάλισης: Ο αναλογικός κανόνας
Ι. Νομικό υπόβαθρο εφαρμογής του αναλογικού κανόνα
1. Εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης
2. Μη αναγνώριση από τον νόμο δικαιώματος μονομερούς άρσης της υπασφάλισης ή λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης εξαιτίας της υπασφάλισης
ΙΙ. Περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή για την καταβολή ασφαλίσματος σύμφωνα με τον αναλογικό κανόνα
1. Έννοια και περιεχόμενο του αναλογικού κανόνα
2. Αυτόματη (ex lege) εφαρμογή του αναλογικού κανόνα
3. Ειδικά ζητήματα αναφορικά με την εφαρμογή του αναλογικού κανόνα
Α. Εφαρμογή του αναλογικού κανόνα αποκλειστικά σε περίπτωση μερικής ζημίας
Β. Εφαρμογή του αναλογικού κανόνα ανεξαρτήτως του χρόνου και της αιτίας επέλευσης της υπασφάλισης – Εξαίρεση για την περίπτωση επέλευσης της υπασφάλισης από πταίσμα του ασφαλιστή
Γ. Διορθωτική εφαρμογή του αναλογικού κανόνα σε περίπτωση που το ασφάλισμα συνίσταται σε μη διαιρετή παροχή
Δ. Εφαρμογή του αναλογικού κανόνα σε περίπτωση ρήτρας ιδίας συμμετοχής του λήπτη της ασφάλισης στη ζημία
Ε. Εφαρμογή του αναλογικού κανόνα στα έξοδα του λήπτη της ασφάλισης για την αποφυγή ή τη μείωση της ζημίας
4. Ο αναλογικός κανόνας ως (εν μέρει) ενδοτικό δίκαιο – Δυνατότητα παραίτησης του ασφαλιστή από τις συνέπειες της υπασφάλισης
Α. Επιτρεπτές συμφωνίες απόκλισης από τον αναλογικό κανόνα
α). Γενική περιπτωσιολογία
β). Η περίπτωση της ασφάλισης σε «πρώτο κίνδυνο»
γ). Μια ειδικότερη περίπτωση: Το ανίσχυρο μιας καθεαυτήν επιτρεπτής συμφωνίας απόκλισης από τον αναλογικό κανόνα στο πλαίσιο διπλής υπασφάλισης δυνάμει αναλογικής εφαρμογής των κανόνων για την πολλαπλή ασφάλιση
Β. Μη επιτρεπτές συμφωνίες απόκλισης από τον αναλογικό κανόνα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗΣ:
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 17 ΠΑΡ. 2 ΚΑΙ 3 ΑΣΦΝ
§ 11. Έννοια της υπερασφάλισης
Ι. Γενικά – Σκοπός των ρυθμίσεων για την υπερασφάλιση
ΙΙ. Διάκριση της υπερασφάλισης από παρόμοιες μορφές ασφαλιστικής κάλυψης
1. Υπερασφάλιση και πολλαπλή (διπλή) ασφάλιση
Α. Έννοια της πολλαπλής (διπλής) ασφάλισης
Β. Συσχετισμός υπερασφάλισης και πολλαπλής (διπλής) ασφάλισης
α). Ομοιότητες και διαφορές
β). Η προβληματική της αναλογικής εφαρμογής διατάξεων από το δίκαιο της υπερασφάλισης στην πολλαπλή (διπλή) ασφάλιση
i). Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 3 ΑσφΝ;
ii). Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α΄ ΑσφΝ;
γ). Δυνατότητα συνύπαρξης υπερασφάλισης και πολλαπλής (διπλής) ασφάλισης
2. Υπερασφάλιση και συνασφάλιση
Α. Έννοια συνασφάλισης
Β. Συσχετισμός υπερασφάλισης και συνασφάλισης
ΙΙΙ. Η δόλια υπερασφάλιση, ειδικότερα
1. Έννοια του δόλου: Άμεσος δόλος πρώτου βαθμού
2. Επιμέρους «σημεία αναφοράς» του δόλου
Α. Πρόσωπα στα οποία πρέπει να υπάρχει δόλος – Περιπτωσιολογία
Β. Χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να υπάρχει δόλος
Γ. Δόλος (και) ως προς την πρόκληση του ασφαλισμένου κινδύνου;
§ 12. Έννομες συνέπειες της καλόπιστης υπερασφάλισης
Ι. Νομικό υπόβαθρο: Απόλυτη εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης
ΙΙ. Δικαίωμα μείωσης του ασφαλιστικού ποσού και του ασφαλίστρου
1. Έννοια και περιεχόμενο του δικαιώματος
2. Νομική φύση του δικαιώματος
3. Φορείς του δικαιώματος – Περιπτωσιολογία
4. Επιμέρους ζητήματα από την άσκηση του δικαιώματος
Α. Χρόνος άσκησης
Β. Τύπος
Γ. Περιεχόμενο της δήλωσης άσκησης – Ανάγκη προσδιορισμού του νέου ύψους του ασφαλιστικού ποσού;
IΙΙ. Υποχρέωση επιστροφής του υπερβάλλοντος ασφαλίστρου;
ΙV. Απαλλαγή του ασφαλιστή από την ευθύνη για το υπερβάλλον ασφάλισμα
§ 13. Έννομες συνέπειες της δόλιας υπερασφάλισης
Ι. Ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης
1. Γνωρίσματα της ακυρότητας
2. Η απαγόρευση της δόλιας υπερασφάλισης ως κανόνας δημόσιας τάξης
ΙΙ. Δικαίωμα του καλόπιστου ασφαλιστή στα δεδουλευμένα ασφάλιστρα
1. Πεδίο εφαρμογής, σκοπός και χαρακτήρας του δικαιώματος ως απολύτως αναγκαστικού δικαίου
2. Η καλή πίστη του ασφαλιστή ως προϋπόθεση θεμελίωσης του δικαιώματος
ΙΙΙ. Αξίωση του καλόπιστου ασφαλιστή για αποζημίωση;
§ 14. Η υπερασφάλιση «ουσιώδες στοιχείο» ή «περιστατικό» κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 ΑσφΝ; – Σχέση του άρθρου 17 παρ. 2 και 3 ΑσφΝ με το άρθρο 3 παρ. 1 ΑσφΝ
Ι. Θέση του ζητήματος
ΙΙ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος στο πλαίσιο του αγγλικού δικαίου
1. Η προσέγγιση της αγγλικής θεωρίας και νομολογίας
2. Η προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας
ΙΙΙ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ
ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
§ 15. Θεμελίωση του καθήκοντος του ασφαλιστή προς πληροφόρηση του λήπτη της ασφάλισης αναφορικά με τη διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας
Ι. Προλεγόμενα
ΙΙ. Η πρότυπη ρύθμιση του γερμανικού δικαίου: Το καθήκον του ασφαλιστή προς παροχή συμβουλής στον λήπτη της ασφάλισης σύμφωνα με την § 6 του γερμανικού νόμου για την ασφαλιστική σύμβαση – VVG
1. Το καθήκον του ασφαλιστή προς παροχή συμβουλής στον λήπτη της ασφάλισης σύμφωνα με την § 6 VVG, γενικώς
2. Το περιεχόμενο του καθήκοντος του ασφαλιστή προς παροχή συμβουλής στον λήπτη της ασφάλισης σύμφωνα με την § 6 Abs. 1 S. 1 VVG, ειδικότερα
Α. Το καθήκον της § 6 Abs. 1 S. 1 VVG ως καθήκον επικουρίας
Β. Θεμελίωση του καθήκοντος «δυνάμει ειδικής αφορμής», προσδιοριζόμενης περιοριστικά στην § 6 Abs. 1 S. 1 VVG
α). Η δυσκολία εκτίμησης της προσφερόμενης ασφάλισης
β). Συνθήκες που αφορούν στο πρόσωπο του λήπτη της ασφάλισης ή την κατάστασή του
Γ. Έκταση της οφειλόμενης συμβουλής: Η παράμετρος της ευθείας αναλογίας προς το καταβαλλόμενο ασφάλιστρο
ΙΙΙ. Αξιοποίηση της ρύθμισης του γερμανικού δικαίου στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου: Κατ’ εξαίρεση καθήκον του ασφαλιστή προς πληροφόρηση του λήπτη της ασφάλισης αναφορικά με την ύπαρξη υπασφάλισης ή υπερασφάλισης
1. Αξιολόγηση της ρύθμισης του γερμανικού δικαίου υπό το πρίσμα της ανακατανομής της πληροφοριακής ευθύνης μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης για το ύψος της ασφαλιστικής αξίας και την ύπαρξη υπασφάλισης ή υπερασφάλισης
2. Το κατ’ εξαίρεση καθήκον του ασφαλιστή προς πληροφόρηση του λήπτη της ασφάλισης για την ύπαρξη υπασφάλισης ή υπερασφάλισης, ειδικότερα
Α. Γενικά χαρακτηριστικά – Θεμελίωση του καθήκοντος με βάση την αρχή της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 ΑΚ)
Β. Θεμελίωση του καθήκοντος «δυνάμει ειδικής αφορμής»: Περιπτωσιολογία –Περιεχόμενο της οφειλόμενης πληροφόρησης κατά περίπτωση
Γ. Συνέπειες παράβασης του καθήκοντος
α). Συνέπειες παράβασης του καθήκοντος σε περίπτωση υπασφάλισης
β). Συνέπειες παράβασης του καθήκοντος σε περίπτωση υπερασφάλισης
Βιβλιογραφία