Π. Χριστοδούλου, Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, 2017
Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας επιχειρείται μια εισαγωγική προσέγγιση στην έννοια των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης με παράλληλη οριοθέτηση της εν λόγω έννοιας έναντι αυτών της αλήθειας και της ασφάλειας του δικαίου. Η αλήθεια δεν προσεγγίζεται ως μια προϋπάρχουσα αυτοτελής ιδέα στην σφαίρα της δικαστικής νόησης, αλλά ως το αποτέλεσμα των κρίσεων που προκύπτει από την σύγκριση της ιδέας που υπάρχει στην διάνοιά μας με τα αντικείμενα της πραγματικότητας.
Στο επόμενο μέρος της εργασίας καταβάλλεται προσπάθεια να αποτυπωθεί η νομοθετική εξέλιξη της ένταξης των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης στον Δικονομικό Νόμο ως επιλογή νομοθετικού συγκερασμού του αυστηρού με το ελαστικό κριτήριο. Αποτέλεσμα αυτής της ένταξης είναι η καθιέρωση ενός μεικτού αποδεικτικού συστήματος, το οποίο, ακόμα και μετά το ν. 4335/2015, επιχειρεί να αμβλύνει την ακαμψία των αυστηρών δικονομικών κανόνων, μέσω της εισαγωγής επιεικέστερων ρυθμίσεων. Προς διερεύνηση τίθεται κατά πόσον η κάμψη των δικονομικών κανόνων, που προσδιορίζουν με σαφήνεια τους όρους εφαρμογής του δικαίου, εγγυάται την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, πολλά από τα οποία διαθέτουν συνταγματική θεμελίωση (αποδείξεως, ακροάσεως, ανταποδείξεως), δοθέντος ότι η αυστηρή τήρηση της διαδικασίας παραγωγής και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων δεν στερείται σημασίας ως προς την επίτευξη του στόχου της αληθούς γνώσεως των πραγμάτων, όπως τέθηκε στο πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης.
Στο τελευταίο μέρος, τέλος, επιχειρείται η κατηγοριοποίηση των ελαττωματικών μορφών των επώνυμων αποδεικτικών μέσων (αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες, έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις), όπως διαχρονικά εμφανίστηκαν στην δικαστηριακή πρακτική και καταβάλλεται προσπάθεια, μέσω και της κριτικής της νομολογιακής αντιμετώπισης, να δοθεί έμφαση στην διάκριση των υποστατών από τις ανυπόστατες πηγές δικανικής γνώσης με κριτήριο την δυνατότητα που αυτές διαθέτουν ως προς την αξιόπιστη αποτύπωση της πραγματικότητας.
Πληροφορίες έκδοσης
Πίνακας περιεχομένων +-
Πρόλογος
Κυριότερες συντομογραφίες
Διάγραμμα μελέτης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύγχρονες τάσεις διεύρυνσης της χρήσεως μη πληρούντων
τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
και κίνδυνοι για την ασφάλεια του δικαίου
§ 1. Γενικές παρατηρήσεις
1.1. Μια πρώτη προσέγγιση της έννοιας των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
1.2. Σύγχρονη τάση και ανασφάλεια
1.3. Απόδειξη και αλήθεια
1.4. Συμπέρασμα: μια πρώτη οριοθέτηση
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ένταξη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου
αποδεικτικών μέσων στον μηχανισμό του ΚΠολΔ
§ 2. Ιστορική διαμόρφωση
2.1. Αναγκαιότητα
2.2. Αττικό δίκαιο
2.3. Ρωμαϊκό δίκαιο
2.4. Η εξέλιξη μετά την ίδρυση του Βυζαντίου
2.5. Από την ΠολΔ/1834 στον ΚΠολΔ/1968
2.6. Οι θέσεις της συντακτικής και αναθεωρητικής επιτροπής του ΚΠολΔ/1968
2.7. Οι τροποποιήσεις με το ΝΔ 958/1971 και ΑΝ 733/1977
2.8. Οι τροποποιήσεις με το ν. 1478/1984
2.9. Συνοπτικές παρατηρήσεις
§ 3. Το σύστημα αποδείξεως
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
3.2. Είδη αποδείξεως
3.2.1. Η μερικά ελεύθερη απόδειξη
3.3. Το σύστημα και τα μέσα αποδείξεως ως συγκερασμός δικονομικής αυστηρότητας και επιείκειας
3.3.1. Εισαγωγικά
3.3.2. Η φύση των αποδεικτικών κανόνων
3.3.3. Η θέση του άρθρου 340 ΚΠολΔ ανάμεσα στις αυστηρές και επιεικείς ρυθμίσεις του δικαίου της αποδείξεως
3.3.4. Συμπέρασμα
§ 4. Η εναρμόνιση της αυστηρής αποδείξεως προς το δικαίωμα αποδείξεως
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
4.2. Έννοια και περιεχόμενο του δικαιώματος αποδείξεως
4.3. Εξασφάλιση και περιορισμοί του δικαιώματος αποδείξεως
4.3.1. Η προτεραιότητα στην υλοποίηση του δικαιώματος
4.3.2. Διατάξεις εξασφαλιστικές του δικαιώματος αποδείξεως
4.3.3. Διατάξεις ενισχυτικές της ασφάλειας του δικαίου
4.3.3.1. Εισαγωγικά
4.3.3.2. Αυστηρή απόδειξη και δικαίωμα αποδείξεως - ο κανόνας του κλειστού αριθμού των αποδεικτικών μέσων
4.3.3.3. Η απαγόρευση χρήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ως περιορισμός του δικαιώματος αποδείξεως
i. Προδιάθεση
ii. Το περιεχόμενο της συνταγματικής απαγόρευσης
iii. Τα δογματικά κριτήρια
iv. Συμπέρασμα
4.3.3.4. Επιμέρους περιορισμοί του δικαιώματος αποδείξεως
4.3.3.5. Τελικές παρατηρήσεις: η προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων εντός του συστήματος της αυστηρής αποδεικτικής διαδικασίας
§ 5. Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα μετά το ν. 2915/2001
5.1. Αναγκαιότητα
5.2. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
5.3. Οι συντελεσθείσες δικονομικές αλλαγές
5.3.1. Μικτό είδος αποδείξεως ως συγκερασμός αυστηρών και ελαστικών ρυθμίσεων
5.3.2. Η συμβολή των νέων ρυθμίσεων στην διασφάλιση της αμεσότητας και προφορικότητας της διαδικασίας
5.3.3. Σύντομη κριτική στις αλλαγές που επέφερε ο ν. 2915/2001 στο ακολουθούμενο είδος αποδείξεως
5.4. Το εννοιολογικό εύρος των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
5.4.1. Το εύρος της έννοιας
5.4.2. Το είδος του ελαττώματος
5.4.2.1. Ο προβληματισμός
5.4.2.2. Τα αποδεικτικά μέσα ως δικανικές πράξεις και ο κανόνας του υποστατού των αποδεικτικών μέσων
i. Ο κανόνας του υποστατού των αποδεικτικών μέσων
ii. Η διαβάθμιση του ανισχύρου αναλόγως της βαρύτητας του ελαττώματος του αποδεικτικού μέσου
iii. Η απορρόφηση της έννοιας των δικαστικών τεκμηρίων από αυτή των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
5.5. Η σημασία της συμπληρωματικότητας ως προς την λήψη υπόψη των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με το άρθρ. 270 § 2 εδ. 2 πρΚΠολΔ
5.5.1. Η διπλή λειτουργία της συμπληρωματικότητας
5.6. Οι περιορισμοί των άρθρ. 393 και 394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά το ν. 2915/2001
5.6.1. Η γενική φυσιογνωμία της ρύθμισης
5.6.2. Δικαιολογητικό υπόβαθρο των περιορισμών των άρθρ. 393-394 ΚΠολΔ
5.7. Η επέκταση της εφαρμογής του αποδεικτικού μέσου των ενόρκων βεβαιώσεων μετά το ν. 2915/2001
5.7.1. Αποδεικτική ταυτότητα των ενόρκων βεβαιώσεων
5.7.2. Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά το ν. 3994/2011
5.7.3. Η σύνδεση του παραδεκτού της λήψεως ενόρκων βεβαιώσεων με τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της εμμάρτυρης αποδείξεως
§ 6. Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα μετά το ν. 4335/2015
6.1. Σημεία προβληματισμού
6.2. Οι βασικοί στόχοι της επέμβασης του νομοθέτη ως προς τα αποδεικτικά ζητήματα
6.3. Η κάμψη των αρχών της αμεσότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας
6.4. Η κατάργηση του άρθρ. 270 ΚΠολΔ και η ένταξη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων στο άρθρ. 340 § 1 ΚΠολΔ
6.5. Ειδικότερα ζητήματα των νέων ρυθμίσεων για τις ένορκες βεβαιώσεις μετά το ν. 4335/2015
6.6. Εξασφαλιστικές εγγυήσεις ως αντιστάθμισμα στην διεύρυνση της χρήσεως των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
6.6.1. Η προτίμηση στην έγγραφη διεξαγωγή των αποδείξεων
6.6.2. Αποδεικτικός συλλογισμός και υποχρέωση αιτιολόγησης της δικανικής κρίσης
6.7. Αποτίμηση των νέων ρυθμίσεων
6.8. Συμπερασματικές παρατηρήσεις από τις δικονομικές αλλαγές των ν. 2915/2001, 3994/2011 και 4335/2015 ως προς τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Περιπτωσιολογία ελαττωματικών αποδεικτικών μέσων
§ 7. Η τυπολογία των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
7.1. Αναγκαιότητα
7.2. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
7.3. Η αποδεικτική αξιολόγηση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων
7.3.1. Ο κανόνας της παραδεκτής προσκόμισης
7.3.2. Ο κανόνας της παραδεκτής εκτίμησης
7.3.2.1. Όρια αξιοπιστίας των ελαττωματικών αποδεικτικών μέσων
i. Δεν είναι ανυπόστατα
ii. Δεν χαρακτηρίζονται από κάποιας μορφής ακυρότητα
iii. Δεν προσβάλλουν συνταγματικής ισχύος διατάξεις
iv. Δεν θίγουν τις διατάξεις για την ισχύ των κατ’ ιδίαν αποδεικτικών μέσων.
7.4. Οριοθέτηση της νομολογιακής επιδίωξης
§ 8. Η αυτοψία ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο
8.1. Η διάταξη - πλαίσιο του άρθρ. 359 ΚΠολΔ και ελαττωματικές μορφές αυτοψίας
i. Πάσχουσα αυτοψία ως προς την πληρότητα των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η έκθεση αυτοψίας
ii. Αυτοψία διενεργηθείσα χωρίς προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου.
iii. Αυτοψία διενεργηθείσα χωρίς προηγούμενη κλήτευση κάποιου εκ των διαδίκων
8.2. Κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης και οριοθέτηση της υποστατής αυτοψίας
§ 9. Η πραγματογνωμοσύνη ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο
9.1. Η διαχρονική νομολογιακή αντιμετώπιση των ελαττωματικών μορφών πραγματογνωμοσύνης
i. Η ελαττωματική, ελλείψει του στοιχείου της υπογραφής, γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα
ii. Πραγματογνωμοσύνη διενεργηθείσα χωρίς προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου ή χωρίς κοινοποίηση της απόφασης, που διορίζει πραγματογνώμονα, στους διαδίκους
iii. Εκπρόθεσμη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης ή εκπρόθεσμη εγχείρηση της έκθεσης του πραγματογνώμονα
iv. Πλημμελής πραγματογνωμοσύνη, ως προς το στοιχείο της κλήτευσης των διαδίκων κατά την διενέργειά της ή κατά την όρκιση των πραγματογνωμόνων
v. Ελαττωματική πραγματογνωμοσύνη εξ’ αιτίας της μη όρκισης του πραγματογνώμονα
vi. Διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη από πρόσωπο μη επιτρεπόμενο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 373 και 376 ΚΠολΔ
vii. Πραγματογνωμοσύνη προγενέστερης δίκης ή άλλης διαδικασίας και «εξώδικη (ή ιδιωτική)» γνωμοδότηση
9.2. Νομολογιακή κριτική ως προς την εκτίμηση της ελαττωματικής πραγματογνωμοσύνης και οριοθέτηση της υποστατής πραγματογνωμοσύνης
§10. Το εμμάρτυρο ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο
10.1. Γενικές παρατηρήσεις
10.2. Η μαρτυρική κατάθεση ως πηγή δικανικής γνώσης και η αποδεικτική της δύναμη
10.3. Η διαχρονική νομολογιακή αντιμετώπιση του ελαττωματικού εμμάρτυρου μέσου
10.3.1. Οι ημιτελείς μαρτυρικές καταθέσεις
10.3.1.1. Κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης ως προς τις ημιτελείς μαρτυρικές καταθέσεις
10.3.2. Οι ανώμοτες μαρτυρικές καταθέσεις
10.3.2.1. Συμπέρασμα: η όρκιση του μάρτυρα ως στοιχείο του υποστατού της κατάθεσής του
10.3.3. Καταθέσεις ανίκανων προς μαρτυρία (άρθρ. 399 ΚΠολΔ) και εξαιρετέων μαρτύρων (άρθρ. 400 ΚΠολΔ)
10.3.3.1. Νομολογιακή αντιμετώπιση των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν κατά παράβαση του άρθρ. 399 ΚΠολΔ
10.3.3.2. Νομολογιακή αντιμετώπιση των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν κατά παράβαση του άρθρ. 400 ΚΠολΔ
10.3.3.3 Κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης ως προς την εκτίμηση μαρτυρικών καταθέσεων κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρ. 399 και 400 ΚΠολΔ
10.3.4. Καταθέσεις δοθείσες από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, λόγω συμμετοχής του στην έννομη σχέση της δίκης
10.3.4.1. Η νομολογιακή αντιμετώπιση
10.3.4.2. Συμπέρασμα: η προϋπόθεση της ιδιότητας του «τρίτου» στο πρόσωπο του μάρτυρα ως στοιχείο του υποστατού της κατάθεσής του
10.3.5. Μαρτυρικές καταθέσεις άλλης δίκης
10.3.5.1. Η διαχρονική νομολογιακή αντιμετώπιση
10.3.5.2. Κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης ως προς την εκτίμηση μαρτυρικών καταθέσεων άλλης δίκης
10.4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις ως προς την εκτίμηση του ελαττωματικού εμμάρτυρου μέσου και οριοθέτηση του υποστατού του
§ 11. Το έγγραφο ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο
11.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
11.2. Το έγγραφο ως πηγή δικανικής γνώσης και η αποδεικτική του δύναμη: η διάταξη - πλαίσιο του άρθρ. 432 ΚΠολΔ
11.3. Η εκτίμηση ελαττωματικών εγγράφων ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και η διαχρονική νομολογιακή αντιμετώπιση
11.4. Οριοθέτηση των υποστατών ελαττωματικών εγγράφων έναντι των ανυπόστατων γραπτών κειμένων - προϋποθέσεις σύννομης εκτίμησης
i. Η υπογραφή ως προϋπόθεση του υποστατού των εγγράφων και ως μέσο ασφαλούς διαπίστωσης του εκδότη τους - κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης
ii. Η επικύρωση του φωτοαντιγράφου ως προϋπόθεση της τυπικής και ουσιαστικής αποδεικτικής του δύναμης - κριτική της νομολογιακής αντιμετώπισης
11.5. Συμπέρασμα: η αυστηρή οριοθέτηση του υποστατού του έγγραφου αποδεικτικού μέσου ως εγγύηση της αποτροπής του κινδύνου κατασκευής αποδείξεων
§ 12. Οι ένορκες βεβαιώσεις ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του ν. 4335/2015
12.1. Ο προβληματισμός
12.2. Το νέο δικονομικό πλαίσιο και η σημασία της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ ως προς τον προβληματισμό της διάκρισης μεταξύ υποστατών και ανυπόστατων πηγών δικανικής γνώσης
§13. Επίμετρο
Βιβλιογραφία