Ν. Μπάρμπας, Ειδικοί φόροι κατανάλωσης, 2001
Μετά την εναρμόνιση του Φόρου Κύκλου Εργασιών με την εξελιγμένη μορφή του Φ.Π.Α.και ενόψει της εγκαθίδρυσης της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατώνμελών της Ε.Ε., κατέστη επιτακτική η εναρμόνιση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσηςπρος ένα ενιαίο κοινοτικό πρότυπο στα εξής προϊόντα: στα ορυκτέλαια, στα είδηεπεξεργασμένου καπνού, στο οινόπνευμα και στα οινοπνευματώδη ποτά.
Επειδή οι εναρμονισμένοι προς το κοινοτικό δίκαιο ειδικοί φόροι κατανάλωσηςεπιβάλλονται σε είδη ευρείας κατανάλωσης και με ανελαστική ζήτηση, αποτελούσανανέκαθεν δραστικά δημοσιονομικά μέτρα των κρατών μελών για την άσκηση της εθνικήςοικονομικής και κοινωνικής τους πολιτικής. Για τον ίδιο αυτό λόγο οι προσπάθειεςτης Επιτροπής για την εναρμόνιση των φόρων αυτών με την πρόταση των σχετικώνσχεδίων οδηγιών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, προσέκρουσαν στηνέντονη αντίδραση των κρατών μελών, στα πλαίσια του Συμβουλίου Υπουργών Ecofin,τα οποία δεν είχαν τη διάθεση να απολέσουν ένα τόσο σημαντικό τμήμα της φορολογικήςτους κυριαρχίας.
Εξάλλου, όπως έχει παρατηρηθεί, η μεταφορά των κοινοτικών ρυθμίσεων των σχετικώνμε την εναρμόνιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στις εσωτερικές έννομες τάξειςτων κρατών μελών, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής από αρμόδιεςγια την είσπραξη των φόρων αυτών εθνικές δημοσιονομικές αρχές, που κλήθηκαννα τα επιλύσουν τόσο τα εθνικά δικαστήρια όσο και κυρίως το Δικαστήριο των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων.
Η Ελλάδα, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που της παρέχουν οι κοινοτικές οδηγίες,διατήρησε, εκτός από τους παραπάνω φόρους, και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επίτων ΙΧ επιβατικών αυτοκινήτων, με τον οποίο όμως, όπως απεφάνθη με σειρά αποφάσεώντου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εξακολουθούσε μέχρι το τέλος τηςδεκαετίας του 1990 να προκαλεί φορολογικές διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένωναπό τα άλλα κράτη μέλη αυτοκινήτων.
Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η προσέγγιση των προβλημάτων αυτών που απασχολούντόσο την ελληνική δημοσιονομική πρακτική όσο και την αντίστοιχη πρακτική τωνάλλων κρατών μελών, καθώς επίσης η υποβολή προτάσεων για την ορθή από την άποψηερμηνείας του κοινοτικού δικαίου αντιμετώπιση αυτών. Η συμβολή της μελέτης αυτήςστην επίλυση των παραπάνω ζητημάτων καθίσταται ακόμη πιο χρήσιμη στον Έλληνανομικό, αν ληφθεί υπόψη ότι, λόγω της ολιγόχρονης λειτουργίας του καθεστώτοςτης εσωτερικής αγοράς, τα εθνικά δικαστήρια της χώρας μας δεν έχουν ακόμη διαμορφώσεισχετική αξιόλογη νομολογία.