Δ. Μπαμπινιώτης, Θετικές προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, 2022
Στο παρόν έργο εξετάζονται οι θετικές προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, έτσι όπως αυτές διέπονται από το άρθρο IV της Σύμβασης της Νέας Υόρκης της 10ης Ιουνίου 1958, η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα ήδη με το ν.δ. 4220/1961. Η εφαρμογή του άρθρου IV γεννά ένα πλήθος επιμέρους ερμηνευτικών ζητημάτων με σημαντικές πρακτικές συνέπειες και προεκτάσεις. Το ως άνω κενό εκτενούς θεωρητικής επεξεργασίας του άρθρου IV φιλοδοξεί να καλύψει το παρόν έργο.
Επιπλέον, περιέχεται συγκεκριμένη αναφορά στην ελληνική νομολογία και στις λύσεις που στο μέλλον θα πρέπει να υιοθετήσει. Η επισκόπηση αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, δυστυχώς, τα ελληνικά δικαστήρια αγνοούν μια σειρά από καίρια ερμηνευτικά ζητήματα τα οποία θέτει η εφαρμογή του άρθρου IV και προβαίνουν στην αντιμετώπιση των θεμάτων ερήμην των βασικών ερμηνευτικών παραδοχών που έχουν διαμορφωθεί στη θεωρία και στη νομολογία των λοιπών εννόμων τάξεων στις οποίες ισχύει και εφαρμόζεται ομοίως η Σύμβαση της Νέας Υόρκης.
Βασική στόχευση του γράφοντος ήταν, δια της ανάδειξης των οικείων ερμηνευτικών προβλημάτων και της εξαντλητικής παράθεσης των προσεγγίσεων και λύσεων που δίδονται στη θεωρία και στη νομολογία σημαντικού αριθμού έτερων εννόμων τάξεων, να καταστούν αυτά γνωστά και ορατά και στους Δικαστές, τους Δικηγόρους και τους μελετητές του Δικαίου στη χώρα μας, ώστε να εφαρμοστούν και στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
Πληροφορίες έκδοσης
Πίνακας περιεχομένων +-
Περιεχόμενα
Πρόλογος
Ι. Επισκόπηση και συστηματική θέση της ρύθμισης
του άρθρου IV – Τα κεντρικά ερμηνευτικά ζητήματα που θέτει
ΙΙ. Σκοπός – Προπαρασκευαστικές εργασίες
ΙΙΙ. Πεδίο εφαρμογής
IV. Ο κανόνας της αποκλειστικότητας
1. Περιεχόμενο του κανόνα
2. Η εφαρμογή του κανόνα από τη νομολογία
3. Αποκλίνουσες – αυστηρότερες ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου των συμβαλλομένων Κρατών δεν εφαρμόζονται
4. Μη εφαρμογή στις ρυθμίσεις περί του τύπου της βεβαίωσης και της επικύρωσης
5. Αποκλίνουσες – δυσμενέστερες ρυθμίσεις προβλεπόμενες από έτερες διεθνείς συμβάσεις, προγενέστερες ή μεταγενέστερες της κύρωσης της ΣυμβΝΥ
5.1. Γενικά
5.2. Προϋφιστάμενες της κύρωσης της ΣυμβΝΥ διεθνείς συμβάσεις
5.3. Μεταγενέστερες της κύρωσης της ΣυμβΝΥ διεθνείς συμβάσεις
6. Αποκλίνουσες – ελαστικότερες ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου των συμβαλλομένων Κρατών επιτρέπονται
V. Η αρχή του ευνοϊκότερου δικαίου κατ’ άρθρον VII(1)
1. Γενικά
2. Το αυτεπάγγελτο ή μη της εφαρμογής του ευνοϊκότερου δικαίου
3. Το πρόβλημα της in toto εφαρμογής του ευμενέστερου κανονιστικού πλαισίου
3.1. Το πρόβλημα
3.2. Η θέσεις θεωρίας και νομολογίας διεθνώς
3.2.1. Η κρατούσα γνώμη, η αποκλείουσα τον συνδυασμό ρυθμίσεων
3.2.2. Η μειοψηφική γνώμη, η επιτρέπουσα τον συνδυασμό ρυθμίσεων υπό αυστηρές ωστόσο προϋποθέσεις
3.2.3. Σύγκριση – σύνθεση – διάκριση των δύο προσεγγίσεων
3.2.4. Ο εκσυγχρονισμός των εσωτερικών δικαίων των συμβαλλομένων Κρατών και η επίδρασή του στο ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου VII(1)
3.2.5. Το ελληνικό δίκαιο
3.2.6. Η (μη) αντιμετώπιση του ζητήματος στην ελληνική νομολογία
4. Παραδείγματα ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που αφορούν ειδικώς στο άρθρο
VI. Το κατ’ άρθρον IV «τεκμήριο εκτελεστότητας»
(presumption of enforceability)
1. Γενικά – Η έννοια, η ειδικότερη θεμελίωση και η λειτουργία του τεκμηρίου εκτελεστότητας
2. Η διάκριση του τεκμηρίου εκτελεστότητας από τον αποδεικτικό κανόνα που επίσης θεσπίζει το άρθρο IV
3. Η prima facie απόδειξη δεν συνιστά περαιτέρω προϋπόθεση αναγόμενη στην ισχύ της διαιτητικής απόφασης ή της διαιτητικής συμφωνίας
VII. Η νομική φύση και ο απαγορευτικός ή μη χαρακτήρας
των διατυπώσεων του άρθρου
1. Γενικά
2. Η θέση ότι οι διατυπώσεις του άρθρου IV αποτελούν διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης
2.1. Η θέση ότι το άρθρο IV θέτει διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού
2.2. Η εφαρμογή της θέσης ότι το άρθρο IV θέτει διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού
2.3. Αντίκρουση της θέσης ότι το άρθρο IV θέτει διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού
3. Η θέση ότι το άρθρο IV θέτει αποδεικτικούς κανόνες και η εντός αυτής αμφισβήτηση ως προς τον απαγορευτικό ή μη χαρακτήρα τους
3.1. Η κοινή αφετηριακή παραδοχή όλων των κατ’ ιδίαν προσεγγίσεων
3.2. Η θέση ότι το άρθρο IV θέτει αποδεικτικές απαγορεύσεις που αδρανούν οσάκις ο καθού δεν αντιλέγει ή τούτο επιβάλλεται από σταθμίσεις επιείκειας
3.2.1. Η θέση ειδικότερα – Αποδεικτικές απαγορεύσεις που εφαρμόζονται μόνον οσάκις ο καθού αντιλέγει
3.2.2. Η περαιτέρω εξαίρεση στις αποδεικτικές απαγορεύσεις στη βάση σταθμίσεων επιείκειας
3.2.3. Η μη αναγνώριση εξαιρέσεων στην υποχρέωση προσκομιδής της διαιτητικής απόφασης
3.2.4. Η αντιμετώπιση του χρόνου προσκομιδής των κρίσιμων αποδεικτικών μέσων
3.2.5. Σύνθεση των επιμέρους λύσεων της σχολιαζόμενης γνώμης – Τα πρακτικά αποτελέσματα της αποδοχής της
4. Κριτική ανάλυση και σχολιασμός της θέσης ότι το άρθρο IV θέτει αποδεικτικές απαγορεύσεις που αδρανούν οσάκις ο καθού δεν αντιλέγει ή τούτο επιβάλλεται από σταθμίσεις επιείκειας
4.1. Οι ορθές παραδοχές της σχολιαζόμενης θέσης
4.2. Το πρόβλημα της ασάφειας στη θεμελίωση της σχολιαζόμενης γνώμης γενικώς.
4.3. Ειδικώς η εξόχως ασαφής έννοια της «επιείκειας»
4.4. Εσφαλμένη και υπό προϋποθέσεις ανεφάρμοστη η διάκριση στη βάση του κριτηρίου εάν ο καθού αντιλέγει ή όχι
4.4.1. Αντίκρουση σε οντολογικό επίπεδο
4.4.2. Αντίκρουση σε δικονομικό επίπεδο
4.4.3. Ανεφάρμοστο της σχολιαζόμενης γνώμης στις ex parte διαδικασίες αναγνώρισης και εκτέλεσης – Το πρόβλημα στο ελληνικό δίκαιο
5. Η θέση που επιτρέπει την αποδοχή της αίτησης στη βάση κάθε επιτρεπτού κατά το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης αποδεικτικού μέσου
5.1. Θεμελίωση της θέσης – Υιοθέτηση αυτής ως της ορθότερης ερμηνευτικής προσέγγισης στο πρόβλημα
5.2. Υιοθέτηση της προκρινόμενης θέσης από ισχυρή μερίδα της νομολογίας
6. Η σημασία της προβληματικής για την εφαρμογή της αρχής του ευνοϊκότερου δικαίου του άρθρου VII(1)
6.1. Πεδίο του εσωτερικού δικαίου από το οποίο δύναται να επιχειρηθεί η άντληση τυχόν ευνοϊκότερης διάταξης
6.2. Η απαίτηση θετικής και ειδικής ρύθμισης του εσωτερικού δικαίου ως σημείο αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου VII(1)
6.3. Η προκρινόμενη ως ορθότερη λύση καθιστά περιττή την εφαρμογή του άρθρου VII(1)
7. Η αντιμετώπιση του ζητήματος στο ελληνικό δίκαιο – εφαρμογή των πορισμάτων της ανάλυσης
7.1. Η ορθή θέση της νομολογίας ότι το άρθρο IV εισάγει θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις και αποδεικτικούς κανόνες
7.2. Η ορθή θέση της νομολογίας ότι η συμπεριφορά του καθού είναι αδιάφορη και ότι ο έλεγχος στη βάση του άρθρου IV χωρεί αυτεπαγγέλτως
7.3. Η θέση της ελληνικής νομολογίας περί της απαγορευτικής φύσης των αποδεικτικών κανόνων του άρθρου IV – Τα αυστηρά αποτελέσματα στα οποία άγει
7.4. Η εφαρμογή από την ελληνική θεωρία και νομολογία του άρθρου VII(1) στα ζητήματα του άρθρου IV
7.4.1. Γενικά
7.4.2. Η θέση της νομολογίας και της θεωρίας σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 903 ΚΠολΔ ως ευμενέστερης διάταξης αντί του αποδεικτικού τύπου του άρθρου IV(1)(a)
7.4.3. Κριτική – αντίκρουση της σχολιαζόμενης θέσης
7.5. Η προσήκουσα ερμηνευτική λύση
7.5.1. Σύνοψη των θέσεων που κρατούν στην ελληνική έννομη τάξη
7.5.2. Οι εξαιρετικά αυστηρές πρακτικές συνέπειες των θέσεων που κρατούν στην ελληνική έννομη τάξη
7.5.3. Η αναγκαιότητα καταφυγής στην προκρινόμενη ως ορθότερη γνώμη
7.5.4. Επιπλέον επιχειρήματα υπέρ της προκρινόμενης γνώμης σχετιζόμενα ειδικώς με το ελληνικό δικονομικό σύστημα
7.5.4.1. Αφετηρία – Η έννοια του μεικτού συστήματος – Η κρισιμότητά της
7.5.4.2. Το ελληνικό σύστημα ως μεικτό σύστημα και η λειτουργία του στην πράξη κατά τα πορίσματα της ελληνικής νομολογίας
7.5.4.3. Η επιβεβαίωση της αφετηριακής παραδοχής
7.6. Η απαίτηση πρόσφορης απόδειξης του υποστατού και του περιεχομένου της διαιτητικής απόφασης και της διαιτητικής συμφωνίας
7.6.1. Γενικά
7.6.2. Ειδικά ως προς τη διαιτητική απόφαση
7.6.3. Ειδικά ως προς τη διαιτητική συμφωνία
7.6.4. Ο συσχετισμός της προβληματικής με τις διατάξεις του εσωτερικού ελληνικού δικαίου που διέπουν την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης
8. Η εφαρμογή της προκρινόμενης λύσης και οι διατάξεις του υπό ψήφιση Σχεδίου Νόμου για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία
8.1. Γενικά
8.2. Η ρύθμιση του άρθρου 36 του Σχεδίου Νόμου και ο συσχετισμός της με τον ΠρΝ (2006)
8.3. Η ρύθμιση του άρθρου 36 § 3 του Σχεδίου Νόμου σε σχέση προς το άρθρο IV ΣυμβΝΥ
8.4. Τα ερμηνευτικά προβλήματα τα οποία δημιουργεί η Αιτιολογική Έκθεση – Η πιθανολογούμενη παραδρομή ως προς την εισαγόμενη ρύθμιση
8.5. Το επιεικέστερο ή μη της προτεινόμενης ρύθμισης του άρθρου 36 § 3 του Σχεδίου Νόμου σε σχέση προς το άρθρο IV
8.6. Η ρύθμιση του άρθρου 36 § 3 του Σχεδίου Νόμου ειδικώς ως προς τη διαιτητική συμφωνία
8.7. Το πρόβλημα της εφαρμογής του άρθρου VII(1) σε σχέση προς τη ρύθμιση του άρθρου 36 § 3 του Σχεδίου Νόμου
9. Το ειδικό πρόβλημα της έκτασης του δεδικασμένου της απορριπτικής δικαστικής απόφασης
9.1. Η κρατούσα προσέγγιση που επιτρέπει την επάνοδο του αιτούντος με νέα αίτηση υπό οποιαδήποτε ερμηνευτική εκδοχή του άρθρου
9.2. Κριτική της κρατούσας προσέγγισης
9.2.1. Σύγχυση δικονομικώς άσχετων μεταξύ τους ζητημάτων
9.2.2. Η «υπερχειλής» τελολογική ερμηνεία – η παραβίαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών
9.2.3. Η έλλειψη ειδικής ρύθμισης στη ΣυμβΝΥ
9.2.4. Ο πυρήνας του προβλήματος: Ο λόγος και η φύση της απόρριψης
9.2.5. Συμπέρασμα στη βάση της αφετηρίας της κρατούσας γνώμης – Η επίλυση του αυτού ζητήματος στη βάση της εδώ προκρινόμενης ερμηνευτικής εκδοχής
9.2.6. Επιφύλαξη ως προς τη lex fori
VIII. Οι κατ’ ιδίαν αποδεικτικές διατυπώσεις του άρθρου
1. Γενικά
2. Οι έννοιες «δεόντως βεβαιωμένο πρωτότυπο» και «δεόντως επικυρωμένο αντίγραφο» – Το πεδίο εφαρμογής των οικείων διατυπώσεων
2.1. Εννοιολογικό περιεχόμενο των διατυπώσεων
2.2. Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών στο πρωτότυπο της διαιτητικής συμφωνίας
2.3. Δεν απαιτείται, εκτός αν επιβάλλεται από το εφαρμοστέο δίκαιο, βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του προσώπου που βεβαιώνει ή επικυρώνει
3. Υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των διαιτητών
3.1. Γενικά
3.2. Οσάκις η διαιτητική απόφαση προσκομίζεται σε πρωτότυπο
3.3. Οσάκις η διαιτητική απόφαση προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο
3.3.1. Η ορθή και κρατούσα θέση
3.3.2. Η μειοψηφική μη ορθή γνώμη
3.3.3. Η παραλλαγή της μειοψηφικής γνώμης και το επιχείρημα του πραγματισμού
3.3.4. Οι πρακτικές δυσχέρειες τις οποίες επιφυλάσσει όντως η διατύπωση της προσκομιδής επικυρωμένου αντιγράφου του βεβαιωμένου πρωτοτύπου
3.3.5. Η αντιμετώπιση του ζητήματος στη νομολογία διεθνώς
3.3.6. Η αντιμετώπιση του ζητήματος από την ελληνική νομολογία
4. Το εφαρμοστέο επί της επικύρωσης και βεβαίωσης δίκαιο
4.1. Γενικά
4.2. Αποκλειστική εφαρμογή του δικαίου του κράτους έκδοσης όσον αφορά στη βεβαίωση/επικύρωση της διαιτητικής απόφασης
4.3. Αποκλειστική εφαρμογή της lex fori
4.4. Lex validitatis
4.5. Σχετικοποίηση της πρακτικής σημασίας της επιλογής μεταξύ lex validitatis και lex fori
5. Η Σύμβαση της Χάγης της 5.10.1961 για την κατάργηση της υποχρέωσης επικύρωσης αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων
6. Αρμοδιότητα έκδοσης των πράξεων βεβαίωσης ή επικύρωσης του άρθρου IV(1)
6.1. Γενικά
6.2. Η προσήκουσα αντιμετώπιση των πλημμελώς κατά την αρμοδιότητα επικυρωμένων αντιγράφων ή βεβαιωμένων πρωτοτύπων
6.3. Η ρύθμιση του ελληνικού δικαίου ως προς την αρμοδιότητα επικύρωσης και βεβαίωσης του γνησίου των υπογραφών
6.4. Ειδικά η προβληματική της επικύρωσης ή βεβαίωσης από το ίδιο το διαιτητικό δικαστήριο ή μέλος αυτού ή τον γραμματέα
6.4.1. Η ειδική νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος σε ορισμένες έννομες τάξεις
6.4.2. Η αντιμετώπιση του ζητήματος ως αναγόμενου στη διαδικασία της διαιτησίας
6.4.2.1. Η θέση
6.4.2.2. Η αντίκρουση της θέσης
6.4.3. Η προκρινόμενη ως ορθότερη λύση
6.4.4. Η νομολογιακή αντιμετώπιση του προβλήματος στη βάση των γενικών ερμηνευτικών παραδοχών ως προς το άρθρο IV(1)
6.5. Βεβαίωση ή επικύρωση προερχόμενη από όργανο θεσμικής διαιτησίας
6.5.1. Η αντιμετώπιση του ζητήματος στη νομολογία διεθνώς
6.5.2. Κριτική των διαφόρων προσεγγίσεων – Η προκρινόμενη ως ορθότερη λύση
6.5.3. Η αντιμετώπιση του προβλήματος στη βάση των γενικών ερμηνευτικών παραδοχών ως προς το άρθρο IV(1)(a)
7. Υποχρέωση μετάφρασης στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης κατ’ άρθρον IV(2)
7.1. Το βασικό περιεχόμενο της ρύθμισης του άρθρου IV(2)
7.2. Η ευνοϊκότερη ρύθμιση του Σχεδίου Νόμου
7.3. Αρμοδιότητα επικύρωσης της μετάφρασης
7.3.1. Η ρύθμιση του άρθρου IV(2)
7.3.2. Αρμοδιότητα επικύρωσης της μετάφρασης κατά το ελληνικό δίκαιο
7.4. Τύπος της επικύρωσης
7.5. Το ζήτημα ποια έγγραφα μεταφράζονται και σε ποια έκταση
7.5.1. Γενικά – Σύνδεση με το ερώτημα ποια έγγραφα προσκομίζονται κατ’ άρθρον IV(1) και σε ποια έκταση
7.5.2. Σε σχέση προς τη διαιτητική συμφωνία
7.5.3. Σε σχέση προς τη διαιτητική απόφαση
7.6. Συνέπειες της μη τήρησης της διατύπωσης του άρθρου IV(2)
7.6.1. Γενικά – Σύνδεση με τις γενικές ερμηνευτικές παραδοχές
7.6.2. Νομολογιακά παραδείγματα
ΙΧ. Ειδικότερα επί των ουσιαστικών θετικών
προϋποθέσεων αναγνώρισης και εκτέλεσης –
Οι αμφισβητήσεις ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενό τους
1. Γενικά
2. Σύνδεση με την προβληματική των λόγων ακύρωσης των διαιτητικών αποφάσεων.
3. Η θέση που περιορίζει το βάρος του αιτούντος μόνον στην υλική πράξη της προσκομιδής των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο
4. Κριτική – Θεμελίωση της ορθής γνώμης ότι το υποστατό της διαιτητικής συμφωνίας το αποδεικνύει κατ’ άρθρον IV ο αιτών
5 Το ζήτημα του κύρους της διαιτητικής συμφωνίας
5.1. Η θέση ότι ο αιτών δεν βαρύνεται με την απόδειξη του κύρους της διαιτητικής συμφωνίας
5.2. Η θέση ότι ο αιτών βαρύνεται με την απόδειξη του τυπικού κύρους της διαιτητικής συμφωνίας
5.3. Επισκόπηση των λύσεων που υιοθετεί η ελληνική νομολογία
5.4. Αντίκρουση της θέσης ότι ο αιτών βαρύνεται με την απόδειξη της κατάρτισης διαιτητικής συμφωνίας που πληροί τους όρους του άρθρου ΙΙ(2)
5.4.1. Γενική αντίκρουση – Η ανεπίτρεπτη εισπήδηση στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου V
5.4.2. Ειδική αντίκρουση όσον αφορά στην απόπειρα συνδυαστικής θεμελίωσης της σχολιαζόμενης θέσης στο άρθρο ΙΙ(2)
Χ. Οριακές περιπτώσεις διάκρισης μεταξύ υποστατού,
κύρους και ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας
1. Η διάκριση εν γένει – ειδική αναφορά στην ελληνική έννομη τάξη
2. Αντιπροσώπευση – εκπροσώπηση στην κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας
3. Η ισχύς της διαιτητικής συμφωνίας έναντι τρίτων που δεν μετείχαν στην κατάρτισή της
3.1. Οι παράμετροι της προβληματικής
3.2. Η ισχύς της διαιτητικής συμφωνίας έναντι τρίτων ως ζήτημα τύπου
3.3. Η ισχύς της διαιτητικής συμφωνίας έναντι τρίτων ως ζήτημα υποστατού
3.4. Κριτική – Η ορθή θέση ότι το ζήτημα ανάγεται στην ουσιαστική ισχύ της διαιτητικής συμφωνίας έναντι τρίτων
3.4.1. Το άτοπο της θεώρησης του άρθρου IV(1)(b) ως κανόνα που διέπει έμμεσα το ζήτημα της επέκτασης της διαιτητικής συμφωνίας σε τρίτους
3.4.2. Άστοχη η σύνδεση του άρθρου IV(1)(b) με το άρθρο ΙΙ(2)
3.4.3. Η επέκταση της διαιτητικής συμφωνίας σε τρίτους ως ζήτημα ουσιαστικής ισχύος αυτής – σύνδεση με το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου ΙΙ(2)
3.4.4. Εφαρμογή της προκρινόμενης γνώμης
4. Μεταβολές στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης
4.1. Γενικά
4.2. Σύμπραξη όλων των μερών και από κοινού ανάληψη της υποχρέωσης προσφυγής στη διαιτησία
4.3. Διαδοχή στη διαιτητική συμφωνία δυνάμει της διαδοχής στην ουσιαστική έννομη σχέση
4.3.1. Γενικά
4.3.2. Προσωποπαγές – αρχή της αυτοτέλειας της διαιτητικής συμφωνίας
4.3.3. Κρίσιμοι κανόνες δικαίου – Ανυπαρξία ειδικών κανόνων στο δίκαιο της διαιτησίας – Εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου
4.3.4. Οι λύσεις που υιοθετούνται στις κατ’ ιδίαν έννομες τάξεις
4.3.4.1. Γενικά
4.3.4.2. Ελληνική έννομη τάξη
4.3.4.3. Γερμανική έννομη τάξη
4.3.4.4. Ελβετική έννομη τάξη
4.3.4.5. Ιταλική έννομη τάξη
4.3.4.6. Γαλλική έννομη τάξη
4.3.4.7. Λοιπές έννομες τάξεις που υιοθετούν μια μεικτή θεμελίωση – Το παράδειγμα της Σουηδίας
4.3.4.8. Η αγγλική έννομη τάξη
4.3.4.9. Η έννομη τάξη των Η.Π.Α
4.3.5. Η προσήκουσα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου IV(1)(b) λύση
4.3.5.1. Το ερώτημα ειδικότερα
4.3.5.2. Η θέση που επιρρίπτει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της διαδοχής στον αιτούντα κατ’ άρθρον IV(1)(b) και η ειδικότερη θεμελίωση αυτής
4.3.5.3. Αντίκρουση της θέσης ότι ο αιτών φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της ειδικής διαδοχής
4.3.5.3.1. Κατά τη θεμελίωσή της στην υποχρέωση απόδειξης του υποστατού της διαιτητικής συμφωνίας
4.3.5.3.2. Κατά τη θεμελίωσή της στην υποχρέωση απόδειξης του τυπικώς έγκυρου της διαιτητικής συμφωνίας
4.3.6. Η περίπτωση της καθολικής και οιονεί καθολικής διαδοχής
5. Το ζήτημα της γνησιότητας της διαιτητικής συμφωνίας
5.1. Γενικά – Οι παράμετροι της προβληματικής
5.2. Η προσήκουσα αντιμετώπιση του ζητήματος στην ελληνική έννομη τάξη
5.3. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις που υποστηρίζονται σε άλλες έννομες τάξεις
5.3.1. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου IV(1)(b) ως έλεγχος διαδικαστικής προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης
5.3.2. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου IV(1)(b) ως έλεγχος περί της ύπαρξης τυπικώς έγκυρης διαιτητικής συμφωνίας
5.3.3. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου V(1)(a) στη βάση της παραδοχής ότι ο αιτών δεν φέρει κανένα βάρος απόδειξης
5.3.4. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου V(1)(a) στη βάση της παραδοχής ότι η πλαστότητα της διαιτητικής συμφωνίας ανάγεται στο τυπικό ή ουσιαστικό κύρος αυτής
5.3.5. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου V(1)(a) στη βάση της ερμηνευτικής διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του ώστε να καταλαμβάνει και το ανυπόστατο της διαιτητικής συμφωνίας
5.3.6. Έλεγχος υπό το πρίσμα του άρθρου V(2)(b) στη βάση της απατηλής «απόκτησης» διαιτητικής συμφωνίας
5.4. Διάκριση στην περίπτωση που αμφισβητείται η γνησιότητα τυχόν καταργητικής της ρήτρας διαιτησίας συμφωνία
Νομολογία κρατικών δικαστηρίων
Νομολογία Διαιτητικών Δικαστηρίων
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Ελληνική